Δάσος - online παζλ
Δάσος
Δάσος ονομάζεται ένα πολύπλοκο οικοσύστημα με φυτά και ζώα που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη πυκνότητα δέντρων. Τα δάση καλύπτουν το 9,4 % της επιφάνειας της Γης (το 30 % της ξηράς), αν και παλαιότερα κάλυπταν μεγαλύτερη έκταση. Πέρα από τα φυτά και τα ζώα, στο δάσος υπάρχουν επίσης μύκητες και βακτήρια.
Κάθε είδος δάσους έχει τις δικές του απαιτήσεις σε υγρασία, θρεπτικά στοιχεία και κλιματικούς παράγοντες. Υπάρχει αμοιβαία αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση μεταξύ των φυτών, των ζώων και του φυσικού περιβάλλοντος. Από τις σχέσεις αυτές δημιουργείται μια ισορροπία, που παίζει βασικό ρόλο στην οικολογική ισορροπία του ευρύτερου περιβάλλοντος. Το δάσος διαθέτει εσωτερικούς μηχανισμούς αυτορρύθμισης των βιοτικών και των αβιοτικών παραγόντων που διαταράσσουν την ισορροπία του. Αν όμως δράσουν εξωτερικοί παράγοντες, όπως ο άνθρωπος με τις επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές, την υπερβόσκηση και την εκτεταμένες υλοτομία, τότε το δασικό οικοσύστημα υποβαθμίζεται. Πέρα από τον οικολογικό του ρόλο, το δάσος ρυθμίζει τη ροή του νερού μέσα στο έδαφος και συγκρατεί το χώμα.
Η επιστημονική μελέτη των δασικών οικοσυστημάτων, των ειδών τους και των αλληλεπιδράσεων τους με το περιβάλλον, ονομάζεται δασική οικολογία, ενώ η διαχείριση των δασών και των δραστηριοτήτων δασικής οικονομίας ονομάζεται δασοκομία/δασοπονία/δασολογία, αν και υπάρχει προφανής αλληλεπικάλυψη των όρων και συχνά ο όρος δασολογία χρησιμοποιείται ως ο γενικότερος περιγραφικός όρος.
Ένα δάσος μπορεί να διακριθεί σε παρθένο δάσος, σε φυσικό δάσος και σε τεχνητό δάσος.
Σύμφωνα με ερμηνευτική δήλωση από το Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 24,
Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.